αλέξημα — ἀλέξημα, το (Α) 1. κάθε αμυντικό ή προφυλακτικό μέσο, υπεράσπιση, προστασία, βοήθεια 2. θεραπευτικό μέσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επαυξημένο με η θέμα τού ρημ. ἀλέξω*, πρβλ. και μέλλ. ἀλεξήσω] … Dictionary of Greek
αλέξησις — ἀλέξησις ( εως), η (Α) 1. απομάκρυνση, υπεράσπιση 2. επικουρία, βοήθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < επαυξημένη με η ρίζα τού ρήματος ἀλέξω πρβλ. μέλλ. ἀλεξήσω] … Dictionary of Greek
αλεξήτωρ — ἀλεξήτωρ ( ορος), ο (Α) ο ἀλεξητήρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < επαυξημένο με η θ. τού ρήματος ἀλέξω, πρβλ. μέλλ. ἀλεξήσω] … Dictionary of Greek
αλεξητήρ — ἀλεξητήρ ( ῆρος), ο θηλ. ἀλεξήτειρα (Α) 1. αυτός που αποκρούει, που αναχαιτίζει 2. προστάτης, υπερασπιστής, πρόμαχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επαυξημένο με η θ. τού ρήματος ἀλέξω, πρβλ. μέλλ. ἀλεξήσω. ΠΑΡ. αρχ. ἀλεξητήριος] … Dictionary of Greek