ἀλεξήσω

ἀλεξήσω
ἀ̱λεξήσω , ἀλέξω
raáks̥ati
aor ind mid 2nd sg (doric aeolic)
ἀλέξω
raáks̥ati
aor subj act 1st sg
ἀλέξω
raáks̥ati
fut ind act 1st sg
ἀλέξω
raáks̥ati
aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αλέξημα — ἀλέξημα, το (Α) 1. κάθε αμυντικό ή προφυλακτικό μέσο, υπεράσπιση, προστασία, βοήθεια 2. θεραπευτικό μέσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επαυξημένο με η θέμα τού ρημ. ἀλέξω*, πρβλ. και μέλλ. ἀλεξήσω] …   Dictionary of Greek

  • αλέξησις — ἀλέξησις ( εως), η (Α) 1. απομάκρυνση, υπεράσπιση 2. επικουρία, βοήθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < επαυξημένη με η ρίζα τού ρήματος ἀλέξω πρβλ. μέλλ. ἀλεξήσω] …   Dictionary of Greek

  • αλεξήτωρ — ἀλεξήτωρ ( ορος), ο (Α) ο ἀλεξητήρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < επαυξημένο με η θ. τού ρήματος ἀλέξω, πρβλ. μέλλ. ἀλεξήσω] …   Dictionary of Greek

  • αλεξητήρ — ἀλεξητήρ ( ῆρος), ο θηλ. ἀλεξήτειρα (Α) 1. αυτός που αποκρούει, που αναχαιτίζει 2. προστάτης, υπερασπιστής, πρόμαχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επαυξημένο με η θ. τού ρήματος ἀλέξω, πρβλ. μέλλ. ἀλεξήσω. ΠΑΡ. αρχ. ἀλεξητήριος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”